στρωματσόπανο

στρωματσόπανο
το см. στρωμάτσο 2

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "στρωματσόπανο" в других словарях:

  • στρωματσόπανο — το, Ν (υφαντ.) χονδρό και ανθεκτικό ύφασμα, συνήθως βαμβακερό, κατάλληλο για την κατασκευή στρωμάτων. [ΕΤΥΜΟΛ. < στρωμάτσο + πανί] …   Dictionary of Greek

  • στρωματσόπανο — το ύφασμα κατάλληλο για κατασκευή στρωμάτων …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»