στρωματσόπανο
Смотреть что такое "στρωματσόπανο" в других словарях:
στρωματσόπανο — το, Ν (υφαντ.) χονδρό και ανθεκτικό ύφασμα, συνήθως βαμβακερό, κατάλληλο για την κατασκευή στρωμάτων. [ΕΤΥΜΟΛ. < στρωμάτσο + πανί] … Dictionary of Greek
στρωματσόπανο — το ύφασμα κατάλληλο για κατασκευή στρωμάτων … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)